στο λεξικό PONS
I. su·peri·or [su:ˈpɪəriəʳ, αμερικ səˈpɪriɚ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. superior:
3. superior (better):
5. superior μειωτ (arrogant):
-
- überheblich μειωτ
7. superior ΤΥΠΟΓΡ:
lake [leɪk] ΟΥΣ
1. lake (body of fresh water):
2. lake βρετ ΟΙΚΟΝ μτφ μειωτ (surplus stores):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
superior [suːˈpɪəriə] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.