Ελληνικά » Γερμανικά

I . χαλ|ώ [xaˈlɔ], χαλ|νώ [xalˈnɔ] <-άς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> VERB μεταβ

2. χαλώ (φρούτα):

5. χαλώ (χρήματα: ξοδεύω):

6. χαλώ (μαλλιά: μπερδεύω):

8. χαλώ (το στομάχι, διαφθείρω ηθικά):

9. χαλώ (παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω):

II . χαλ|ώ [xaˈlɔ], χαλ|νώ [xalˈnɔ] <-άς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> VERB αμετάβ

1. χαλώ (καταστρέφομαι: πράγμα):

2. χαλώ (φρούτο):

3. χαλώ (καιρός):

χαλάλι [xaˈlali] ΕΠΊΡΡ

χαλάζι [xaˈlazi] SUBST ουδ

χαλάκι [xaˈlaci] SUBST ουδ (μπροστά σε πόρτα)

χαλβ|άς <-άδες> [xalˈvas] SUBST αρσ

χαλίκι [xaˈlici] SUBST ουδ

1. χαλίκι (πέτρα):

Kieselstein αρσ

2. χαλίκι (πέτρες για στρώσιμο, στην παραλία):

Kies αρσ

χαλκ|άς <-άδες> [xalˈkas] SUBST αρσ

καλύβα [kaˈliva] SUBST θηλ

καλύβι [kaˈlivi] SUBST ουδ

1. καλύβι (καλύβα):

Hütte θηλ

2. καλύβι (μικρό, φτωχικό και κακοφτιαγμένο σπίτι):

Baracke θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский