Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κέφι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κέφι [ˈcɛfi] SUBST ουδ

2. κέφι (όρεξη):

κέφι
Lust θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский