Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλύβι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλύβι [kaˈlivi] SUBST ουδ

1. καλύβι (καλύβα):

καλύβι
Hütte θηλ

2. καλύβι (μικρό, φτωχικό και κακοφτιαγμένο σπίτι):

καλύβι
Baracke θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский