Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλύπτρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλύπτρα [kaˈliptra] SUBST θηλ

1. καλύπτρα (βέλο):

καλύπτρα
Schleier αρσ

2. καλύπτρα ΒΟΤ:

καλύπτρα
Kalyptra θηλ
καλύπτρα
Mooshaube θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский