Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλύπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλύ|πτω <-ψα, -φτηκα, -μένος> [kaˈliptɔ] VERB μεταβ

1. καλύπτω (σκεπάζω):

καλύπτω

2. καλύπτω (οικονομικά, κοινωνικά):

καλύπτω
gedeckter Scheck αρσ

3. καλύπτω (κρύβω):

καλύπτω

4. καλύπτω (κενά):

καλύπτω
καλύπτω απόσταση

Παραδειγματικές φράσεις με καλύπτω

καλύπτω απόσταση
καλύπτω τα έξοδά μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский