Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαλίκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χαλίκι [xaˈlici] SUBST ουδ

1. χαλίκι (πέτρα):

χαλίκι
Kieselstein αρσ

2. χαλίκι (πέτρες για στρώσιμο, στην παραλία):

χαλίκι
Kies αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με χαλίκι

ποταμίσιο χαλίκι
Flusskies αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский