Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: stet , säen , sexy , seit , sein και sehr

I . sein <ist, war, gewesen> [zaɪn] VERB αμετάβ +sein

2. sein (existieren auch):

sexy [ˈsɛksi, ˈzɛksi] ΕΠΊΘ αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский