Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπέρνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπ|έρνω <-ειρα, -άρθηκα, -αρμένος> [ˈspɛrnɔ] VERB μεταβ

1. σπέρνω (σιτάρι κτλ):

σπέρνω
σπέρνω ζιζάνια

2. σπέρνω (χωράφι):

σπέρνω

3. σπέρνω μτφ (διαδίδω):

σπέρνω

Παραδειγματικές φράσεις με σπέρνω

σπέρνω ζιζάνια
σπέρνω διχόνοια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский