Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: lautwerden , lautgetreu , lautstark , Lautverschiebung , Lautenist και Lauterkeit

Lauterkeit <-; χωρίς πλ> ΟΥΣ θηλ τυπικ

1. Lauterkeit:

probité θηλ τυπικ

2. Lauterkeit ΝΟΜ:

loyauté θηλ

Lautenist(in) <-en, -en> [laʊtəˈnɪst] ΟΥΣ αρσ(θηλ) τυπικ, Lautenspieler (in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)

luthiste αρσ θηλ

Lautverschiebung ΟΥΣ θηλ ΓΛΩΣΣ

II . lautstark ΕΠΊΡΡ

I . lautgetreu ΕΠΊΘ

II . lautgetreu ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina