Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „gifteln“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

tüfteln [ˈtʏftəln] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

bricoler οικ
an etw δοτ tüfteln
bricoler qc οικ

titeln ΡΉΜΑ μεταβ

I . giftig ΕΠΊΘ

2. giftig οικ (boshaft):

venimeux(-euse)

3. giftig (grell):

criard(e)

II . giftig ΕΠΊΡΡ μειωτ

Röteln ΟΥΣ Pl

rubéole θηλ

I . basteln [ˈbastəln] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. basteln:

an etw δοτ basteln

2. basteln μτφ:

Betteln <-s; χωρίς πλ> ΟΥΣ ουδ

deuteln [ˈdɔɪtəln] ΡΉΜΑ αμετάβ

hüsteln [ˈhyːstəln] ΡΉΜΑ αμετάβ

ketteln [ˈkɛtəln] ΡΉΜΑ μεταβ (einfassen)

satteln [ˈzatəln] ΡΉΜΑ μεταβ

turteln [ˈtʊrtəln] ΡΉΜΑ αμετάβ

zotteln ΡΉΜΑ αμετάβ +sein οικ

II . rütteln [ˈrʏtəln] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. rütteln:

2. rütteln (infrage stellen):

an etw δοτ rütteln
treteln (einer Katze) ΖΩΟΛ ειδικ ορολ
patouner ειδικ ορολ
treteln (einer Katze) ΖΩΟΛ ειδικ ορολ
pétrir ειδικ ορολ
treteln (einer Katze) ΖΩΟΛ ειδικ ορολ
malaxer ειδικ ορολ
treteln (einer Katze) ΖΩΟΛ ειδικ ορολ
faire du pain οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "gifteln" σε άλλες γλώσσες

"gifteln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina