Γερμανικά » Γαλλικά

I . basteln [ˈbastəln] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. basteln:

an etw δοτ basteln

2. basteln μτφ:

II . basteln [ˈbastəln] ΡΉΜΑ μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με gebastelt

ist das gekauft oder gebastelt?

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina