Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: gelle , gelockt , geleckt , gelaunt , gellen , Gelenk , gelten και gelöst

gell, gelle νοτιογερμ, CH

gell → gelt

Βλέπε και: gelt

gelt [gɛlt] ΕΠΙΦΏΝ νοτιογερμ, A, CH οικ

hein οικ

gelockt [gəˈlɔkt] ΕΠΊΘ

gelöst [gəˈløːst] ΕΠΊΘ

I . gelten <gilt, galt, gegolten> [ˈgɛltən] ΡΉΜΑ αμετάβ

III . gelten <gilt, galt, gegolten> [ˈgɛltən] ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ

ιδιωτισμοί:

Gelenk <-[e]s, -e> [gəˈlɛnk] ΟΥΣ ουδ

1. Gelenk ΑΝΑΤ:

articulation θηλ

2. Gelenk ΤΕΧΝΟΛ:

joint αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina