Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „hochgeschätzten“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

hoch·ge·schätzt ΕΠΊΘ

hochgeschätzt → hoch

Βλέπε και: hoch , hoch

hoch ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ

Ειδικό λεξιλόγιο

I . hoch <προσδιορ hohe(r, s), höher, προσδιορ höchste(r, s)> [ho:x] ΕΠΊΘ

ιδιωτισμοί:

jdm zu hoch sein οικ

II . hoch <προσδιορ hohe(r, s), höher, προσδιορ höchste(r, s)> [ho:x] ΕΠΊΡΡ <höher, am höchsten>

6. hoch ΜΑΘ (Bezeichnung der Potenz):

2 hoch 2
2 hoch 4
2 to the power of 4 ειδικ ορολ
x hoch 3
x to the power of 3 ειδικ ορολ
x hoch 3
x cubed ειδικ ορολ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文