Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: thermomètre , orienter , réorienter , théoriquement και théoriser

théoriquement [teɔʀikmɑ͂] ΕΠΊΡΡ

1. théoriquement (logiquement):

I . réorienter [ʀeɔʀjɑ͂te] ΡΉΜΑ μεταβ

1. réorienter:

II . réorienter [ʀeɔʀjɑ͂te] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

II . orienter [ɔʀjɑ͂te] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. orienter (trouver son chemin):

s'orienter μτφ
s'orienter μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina