Γαλλικά » Γερμανικά

II . orienter [ɔʀjɑ͂te] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. orienter (trouver son chemin):

s'orienter μτφ
s'orienter μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "orientée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina