Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: diriger και corriger

II . corriger [kɔʀiʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. corriger (se désaccoutumer):

I . diriger [diʀiʒe] ΡΉΜΑ αμετάβ

III . diriger [diʀiʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina