arrêtés στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για arrêtés στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. arrêter (empêcher d'avancer) κυριολ, μτφ personne, groupe:

to pull up along the kerb βρετ ou curb αμερικ
to stop one's car by the kerb βρετ ou curb αμερικ

3. arrêter (mettre fin à):

les travaux ont été arrêtés

1. s'arrêter (faire un arrêt):

I.arrêté (arrêtée) [aʀete] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

arrêté → arrêter

arrêté αρσ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:

Βλέπε και: arrêter

1. arrêter (empêcher d'avancer) κυριολ, μτφ personne, groupe:

to pull up along the kerb βρετ ou curb αμερικ
to stop one's car by the kerb βρετ ou curb αμερικ

3. arrêter (mettre fin à):

les travaux ont été arrêtés

1. s'arrêter (faire un arrêt):

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για arrêtés στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

arrêtés στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για arrêtés στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για arrêtés στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
arrête θηλ

arrêtés Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski