n'arrêtent στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για n'arrêtent στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. arrêter (empêcher d'avancer) κυριολ, μτφ personne, groupe:

to pull up along the kerb βρετ ou curb αμερικ
to stop one's car by the kerb βρετ ou curb αμερικ

3. arrêter (mettre fin à):

elles n'arrêtent pas de bavarder

1. s'arrêter (faire un arrêt):

Μεταφράσεις για n'arrêtent στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
staunch, stanch αμερικ
arrêter, harponner οικ, χιουμ

n'arrêtent στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για n'arrêtent στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για n'arrêtent στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

n'arrêtent Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
J'en ai marre de ces médias qui n'arrêtent pas de cracher sur elles.
fr.wikipedia.org
Ils n'arrêtent pas de se chamailler mais sont quand même les meilleurs amis du monde.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski