I.scare [αμερικ skɛr, βρετ skɛː] ΡΉΜΑ μεταβ
scare person/animal:
II.scare [αμερικ skɛr, βρετ skɛː] ΡΉΜΑ αμετάβ
III.scare [αμερικ skɛr, βρετ skɛː] ΟΥΣ
1. scare (fright, shock):
- susto αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.