στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. vellutato [velluˈtato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
vellutato → vellutare
II. vellutato [velluˈtato] ΕΠΊΘ
2. vellutato (liscio e morbido) attrib.:
velluto [velˈluto] ΟΥΣ αρσ
1. velluto (tessuto):
2. velluto (cosa morbida e liscia) μτφ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.