στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
Addolorata [addoloˈrata] ΟΥΣ θηλ ΘΡΗΣΚ
I. addolorato [addoloˈrato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
addolorato → addolorare
II. addolorato [addoloˈrato] ΕΠΊΘ
I. addolorare [addoloˈrare] ΡΉΜΑ μεταβ (rattristare)
II. addolorarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.