Oxford Spanish Dictionary
bendito1 (bendita) ΕΠΊΘ
1. bendito ΘΡΗΣΚ:
στο λεξικό PONS
I. bendito (-a) ΕΠΊΘ
I. bendito (-a) [ben·ˈdi·to, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.