Oxford Spanish Dictionary
I. main [αμερικ meɪn, βρετ meɪn] ΕΠΊΘ
1. main προσδιορ, no συγκρ:
- main purpose/idea
-
- main purpose/idea
-
- main purpose/idea
-
- main door/bedroom
-
- main office
-
II. main [αμερικ meɪn, βρετ meɪn] ΟΥΣ
1.1. main C:
1.2. main (supply):
main street ΟΥΣ αμερικ
2. main street:
στο λεξικό PONS






I. main [meɪn] ΕΠΊΘ
main problem, reason, street:
- main
-
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.