nichtorganisiertπαλαιότ
nichtorganisiert → nicht 2
nicht ΕΠΊΡΡ
1. nicht:
2. nicht (Verneinung eines Partizips oder Adjektivs):
4. nicht (wohl):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.