nassΜΟ, naßπαλαιότ <nasser [o. nässer], nasseste [o. nässeste]> ΕΠΊΘ
1. nass:
I. nah <näher, nächste> [naː] ΕΠΊΘ
2. nah (zeitlich):
3. nah μτφ:
II. nah <näher, nächste> [naː] ΕΠΊΡΡ
1. nah (räumlich):
2. nah (zeitlich):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.