I. lose [ˈloːzə] ΕΠΊΘ
1. lose (locker):
I. los [loːs] ΕΠΊΘ
2. los οικ (befreit):
3. los (im Gange, im Schwange):
Los <-es, -e> ΟΥΣ ουδ
1. Los:
3. Los χωρίς πλ τυπικ (Schicksal):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.