diensthabendπαλαιότ
diensthabend → Dienst 2
Dienst <-[e]s, -e> [diːnst] ΟΥΣ αρσ
1. Dienst:
2. Dienst (Bereitschaftsdienst):
4. Dienst meist Pl (Unterstützung, Gefallen):
5. Dienst (öffentlicher Sektor):
6. Dienst απαρχ (Dienstverhältnis):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.