I. öffentlich [ˈœfəntlɪç] ΕΠΊΘ
1. öffentlich:
2. öffentlich (staatlich, kommunal):
- öffentlich Auftrag
-
II. öffentlich [ˈœfəntlɪç] ΕΠΊΡΡ
- öffentlich hinrichten
-
öffentlich-rechtlich ΕΠΊΘ προσδιορ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- öffentlicher Personenverkehr
- öffentlicher Wohnungsbau
- öffentlicher Versorgungsbetrieb
- kommunaler/öffentlicher Haushalt