στο λεξικό PONS
Wort·klau·ber <-s, -> ΟΥΣ αρσ μειωτ
Wort·klau·be·rei <-, -en> [vɔrtklaubəˈrai] ΟΥΣ θηλ μειωτ
räu·be·risch ΕΠΊΘ
1. räuberisch (als Räuber lebend):
2. räuberisch (einen Raub bezweckend):
Er·pres·sung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
I. an·ge·be·risch ΕΠΊΘ
II. an·ge·be·risch ΕΠΊΡΡ
ge·setz·ge·be·risch ΕΠΊΘ
Ur·lau·ber(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
recht·ha·be·risch ΕΠΊΘ μειωτ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gesetzgeberisch ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Wortgeklingel
- wortgetreu
- wortgewaltig
- wortgewandt
- Wortgut
- wortklauberisch
- Wortlaut
- Wörtlein
- wörtlich
- Wortliste
- wortlos