räu·be·risch ΕΠΊΘ
1. räuberisch (als Räuber lebend):
2. räuberisch (einen Raub bezweckend):
- ein räuberischer Überfall/eine räuberische Unternehmung
-
Er·pres·sung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- ein räuberischer Überfall/eine räuberische Unternehmung