

I. stür·misch [ˈʃtʏrmɪʃ] ΕΠΊΘ
3. stürmisch (vehement):
4. stürmisch (leidenschaftlich):
5. stürmisch ΧΗΜ:
stürmisch ΕΠΊΘ


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.