ge·fühls·mä·ßig ΕΠΊΡΡ
-
- gefühlsmäßige Verwicklungen
- to have a sentimental attachment to sth
-
- emotional decision
-
-
- gefühlsmäßig nach ουσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.