Ein·wand <-[e]s, Einwände> [ˈainvant, πλ ˈainvɛndə] ΟΥΣ αρσ
- Einwand
-
- ein berechtigter Einwand/eine berechtigte Forderung
-
-
- Einwand αρσ <-(e)s, -wän·de>
-
- Einwand αρσ <-(e)s, -wän·de>
-
- Einwand αρσ <-(e)s, -wän·de>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.