στο λεξικό PONS
Re·duk·ti·on <-, -en> [redʊkˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ τυπικ
-
- reduction
Lean·pro·duc·tion, Lean Pro·duc·tion <-, -s> [ˈli:nprədʌkʃn] ΟΥΣ θηλ
combat ˈstress reaction ΟΥΣ, CSR ΟΥΣ no πλ ΣΤΡΑΤ, ΙΑΤΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Adverse Selection phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Hidden Action ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.