fi. fa.
fi fa ΝΟΜ συντομογραφία: fieri facias
fi·eri fa·ci·as [ˌfaɪəraɪˈfeɪʃiæs, αμερικ -ri:ˈfeɪʃiəs], fi. fa. ΝΟΜ
fi·eri fa·ci·as [ˌfaɪəraɪˈfeɪʃiæs, αμερικ -ri:ˈfeɪʃiəs], fi. fa. ΝΟΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.