στο λεξικό PONS
ˈhotspot ΟΥΣ
1. hotspot οικ (popular location):
- hotspot
-
2. hotspot (area of conflict):
- hotspot
-
3. hotspot Η/Υ, ΦΩΤΟΓΡ:
- hotspot
-
- hotspot
- Hotspot αρσ <-s, -s> ειδικ ορολ
4. hotspot ΔΙΑΔ:
- hotspot
-
- Hotspot
- hotspot
-
- political hotspot
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
hotspot, plume [pluːm] ΟΥΣ ΓΕΩΛ
- hotspot
- Hotspot (ortsfester Schlot)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.