στο λεξικό PONS
Be·wäh·rungs·hel·fer(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
Eu·ro·wäh·rungs·markt <-(e)s, -märkte> ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
Eu·ro·wäh·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Kryp·to·wäh·rung [ˈkrʏptɔvɛ:rʊŋ] ΟΥΣ θηλ
Pe·tro·wäh·rung ΟΥΣ θηλ
I. wäh·rungs·po·li·tisch ΕΠΊΘ
Leit·wäh·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Teil·neh·mer·wäh·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Euro-Währungsraum ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Nettowährungsreserve ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
Einheitswährung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Referenzwährung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Transaktionswährung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Gemeinschaftswährung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- prusten
- PS
- Psalm
- Psalter
- pseudo-
- Pseudowährung
- Psilocybin
- psst
- Psyche
- psychedelisch
- Psychiater