στο λεξικό PONS
be·liebt [bəˈli:pt] ΕΠΊΘ
In·di·zes [ˈɪndi:tse:s]
Indizes πλ: Index
In·dex <-[es], -e [o. Indizes]> [ˈɪndɛks, πλ ˈɪnditse:s] ΟΥΣ αρσ
2. Index (statistischer Messwert):
Po·li·zei <-, -en> [poliˈtsai] ΟΥΣ θηλ
1. Polizei (Institution):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.