στο λεξικό PONS
Über·nah·me <-, -n> [ˈy:bɐna:mə] ΟΥΣ θηλ
1. Übernahme (Inbesitznahme):
2. Übernahme (das Übernehmen):
-
- assumption no πλ
- Übernahme von Verantwortung a.
- acceptance no πλ
3. Übernahme ΟΙΚΟΝ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Übernahme ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
feindliche Übernahme phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
freundliche Übernahme phrase ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.