I. dessus [d(ə)sy] ΕΠΊΡΡ (sur qn/qc)
II. dessus [d(ə)sy] ΠΡΌΘ
-
- von etw herunternehmen
III. dessus [d(ə)sy] ΟΥΣ αρσ
dessus (partie supérieure, ce qui est au-dessus):
dessin [desɛ͂] ΟΥΣ αρσ
1. dessin:
2. dessin (activité):
3. dessin ΤΕΧΝΟΛ:
dessein [desɛ͂] ΟΥΣ αρσ λογοτεχνικό
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.