I. dessus [d(ə)sy] ΕΠΊΡΡ (sur qn/qc)
- dessus
-
II. dessus [d(ə)sy] ΠΡΌΘ
-
- von etw herunternehmen
III. dessus [d(ə)sy] ΟΥΣ αρσ
dessus (partie supérieure, ce qui est au-dessus):
- dessus de la tête, du pied
- Oberseite θηλ
- dessus d'une chaussure
- Obermaterial ουδ
-
- Handrücken αρσ
-
- Tischplatte θηλ
I. au-dessus [od(ə)sy] ΕΠΊΡΡ
II. au-dessus [od(ə)sy] ΠΡΌΘ
ci-dessus [sid(ə)sy] ΕΠΊΡΡ
là-dessus [lad(ə)sy] ΕΠΊΡΡ
I. par-dessus [paʀdəsy] ΠΡΌΘ
dessus-de-lit [d(ə)syd(ə)li] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ
-
- Tagesdecke θηλ
dessus-de-table [d(ə)syd(ə)tabl] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ
-
- Tischläufer αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.