poussiéreux (-euse) [pusjeʀø, -øz] ΕΠΊΘ
1. poussiéreux:
- poussiéreux (-euse)
-
- poussiéreux (-euse) fenêtre
-
- poussiéreux (-euse) chambre, livres
-
2. poussiéreux (gris):
- poussiéreux (-euse) teint
-
3. poussiéreux μειωτ (rétrograde):
- poussiéreux (-euse) monde, société
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.