aquarelle [akwaʀɛl] ΟΥΣ θηλ
1. aquarelle sans πλ (technique):
maquerelle [makʀɛl] ΟΥΣ θηλ πολύ οικ!
querelle [kəʀɛl] ΟΥΣ θηλ
ιδιωτισμοί:
laquelle
laquelle → lequel
I. lequel (laquelle) <lesquels, lesquelles> [ləkɛl, lakɛl, lekɛl] ΑΝΤΩΝ ερωτημ
1. lequel (se rapportant à une personne):
II. lequel (laquelle) <lesquels, lesquelles> [ləkɛl, lakɛl, lekɛl] ΑΝΤΩΝ αναφορ
1. lequel (se rapportant à une personne):
2. lequel (se rapportant à un animal, un objet):
aquarelliste [akwaʀelist] ΟΥΣ αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.