I. amoureux (-euse) [amuʀø, -øz] ΕΠΊΘ
1. amoureux:
II. amoureux (-euse) [amuʀø, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. amoureux (soupirant):
glamoureux (-euse) [glamuʀø, -øz] ΕΠΊΘ
- glamoureux (-euse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- damassé
- dame
- dame-jeanne
- damer
- dameuse
- damoureux
- damoyselle
- dan
- dancing
- dandinement
- dandiner