I. profond [pʀɔfɔ͂] ΟΥΣ αρσ λογοτεχνικό (profondeur)
II. profond [pʀɔfɔ͂] ΕΠΊΡΡ
- profond creuser, planter
-
profond(e) [pʀɔfɔ͂, ɔ͂d] ΕΠΊΘ
1. profond (qui s'enfonce loin):
2. profond (très grand):
3. profond postposé (caché):
- profond(e) tendance
-
4. profond (↔ superficiel):
- profond(e) esprit, penseur
-
- profond(e) pensée, réflexion
-
- profond(e) pensée, réflexion
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.