Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
spéc|ial (spéciale) <αρσ πλ spéciaux> [spesjal, o] ΕΠΊΘ
1. spécial (non général):
2. spécial (adapté):
στο λεξικό PONS
spécial(e) <-aux> [spesjal, jo] ΕΠΊΘ
1. spécial (↔ général):
2. spécial (bizarre):
- spécial(e)
-
- envoyé spécial
-
spécial(e) <-aux> [spesjal, -jo] ΕΠΊΘ
1. spécial (↔ général):
2. spécial (bizarre):
- spécial(e)
-
- envoyé spécial
-
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
compresseur pour moteurs spécial pour entraînement externe additionnel
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.