Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
undermanning [ˌʌndəˈmænɪŋ] ΟΥΣ
undermanned [βρετ ʌndəˈmand, αμερικ ˌəndərˈmænd] ΕΠΊΘ
undermanned factory, industry:
στο λεξικό PONS
strength [streŋθ] ΟΥΣ
1. strength (effort, good quality):
strength [streŋ(k)θ] ΟΥΣ
1. strength (effort, good quality):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.