Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sonore [sɔnɔʀ] ΕΠΊΘ
1. sonore (éclatant):
- sonore rire, baiser, gifle
-
2. sonore (qui résonne):
3. sonore (relatif au son):
στο λεξικό PONS
sonore [sɔnɔʀ] ΕΠΊΘ
2. sonore (relatif au son):
sonore [sɔnɔʀ] ΕΠΊΘ
2. sonore (relatif au son):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.