Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


I. résistant (résistante) [ʀezistɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ


στο λεξικό PONS


I. résistant(e) [ʀezistɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ (robuste)
II. résistant(e) [ʀezistɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΙΣΤΟΡΊΑ




I. résistant(e) [ʀezistɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ (robuste)


Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.